- σύλλεκτος
- -ον, Α [συλλέγω]συναθροισμένος, συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύλλεκτον — σύλλεκτος gathered masc/fem acc sg σύλλεκτος gathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλέκτους — σύλλεκτος gathered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλέκτων — σύλλεκτος gathered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύλλεκτα — σύλλεκτος gathered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύλλεκτοι — σύλλεκτος gathered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπριοσύλλεκτος — κοπριοσύλλεκτος, ον (Μ) αυτός που έχει περισυλλεγεί από σωρό κοπριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπρία + σύλλεκτος (< συλλέγω), πρβλ. νεο σύλλεκτος, παλιν σύλλεκτος] … Dictionary of Greek
θεοσύλλεκτος — θεοσύλλεκτος, ον (Μ) αυτός τον οποίο συνέλεξε ο θεός («θεοσύλλεκτος σύνοδος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύλλεκτος (< συλλέγω), πρβλ. νεο σύλλεκτος] … Dictionary of Greek
COLLECTUS — Infans, por exposito, in Canonib. Hibern. l. 41. Glossae Graeco Latinoe: Collectitius, σύλλεκτος, χαμαιριφής. Colligi nempe dicebantur infantes expositi, cum ab aliquo nutriendi susciperentur: tum enim illius erant, qui eos collegerat, nisi intra … Hofmann J. Lexicon universale
λογοσυλλεκτάδης — λογοσυλλεκτάδης, ὁ (Μ) αυτός που συλλέγει λόγους και φράσεις από παντού, λογοκλόπος («οἱ μὴ γεννῶντες ῥητορείας οἰκείας, ἀλλ , ὡς εἰπεῑν, λογοσυλλεκτάδαι ὄντες», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + συλλεκτάδης (< συλλεκτός + κατάλ. άδ ης) … Dictionary of Greek